Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἀλλὰ μήν

  • 1 Nay

    adv.
    P. and V. οὐ, οὐχ, οὐχ.
    Nay more: P. and V. καὶ μήν.
    Nay rather: P. and V. ἀλλὰ μήν, μὲν οὖν.
    Nay but: P. and V. ἀλλʼ οὖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nay

  • 2 Assuredly

    adv.
    Yes, in answer to a question: P. and V. ναί, ναιχ, μλιστά γε, πῶς γὰρ οὔ; Ar. and P. κομιδῇ γε, μέλει, πνυ γε, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.
    At any rate: P. and V. γε, γοῦν, γε δή, ἀλλά, αλλά... γε.
    Verily: P. and V. ἡ, Ar. and V. κάρτα (rare P.), ἦ κάρτα.
    In oaths or strong assertions: P. and V. ἦ μήν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assuredly

  • 3 But

    conj.
    P. and V. ἀλλ, δέ, Ar. and V. τρ (also Plat. but rare P.).
    ——————
    adv.
    Except: P. and V. εἰ μή, πλήν (gen.).
    Nothing but: P. οὐδὲν ἀλλʼ ἤ.
    All but: P. and V. ὅσον οὔπω, P. ὅσον οὐ.
    Nearly: P. ὀλίγου.
    But for, had it not been for: Ar. and P. εἰ μὴ δι (acc.).
    We cannot but admire: P. and V. οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ θαυμάζομεν, οὐκ ἔσθʼ ὅπως οὐ θαυμάζομεν.
    Not but that: P. οὐ μὴν ἀλλά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > But

  • 4 Least

    adj.
    P. and V. ἐλχιστος.
    Not in the least: P. and V. οὐδαμῶς, μηδαμῶς, οὔπως, μήπως, ἀρχὴν οὐ, ἀρχὴν μή.
    Not in the least degree: P. οὐδὲ κατὰ μικρόν.
    At least: P. and V. γε, γοῦν, γε μήν, ἀλλ, ἀλλ... γε.
    ——————
    adv.
    P. ἐλάχιστα, P. and V. ἥκιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Least

  • 5 Rate

    subs.
    Assessment: P. σύνταξις, ἡ, σύνταγμα, τό.
    Tax: Ar. and P. τέλος, τό.
    Price: Ar. and P. τιμή, ἡ, P. ὠνή, ἡ, P. and V. ἀξία, ἡ, V. τῖμος, ὁ; see Price.
    At the rate of: Ar. and P. ἐπ (dat.).
    At a high rate: P. ἐπὶ πολλῷ.
    Rate of interest: see per cent.
    At this rate, as things are going: use P. and V. οὕτω, οὕτως, ταύτῃ.
    At any rate: γε, γοῦν, γε μήν, ἀλλ, ἀλλά... γε.
    Rate of motion: P. φορά, ἡ.
    Speed: P. and V. τχος, τό.
    ——————
    v. trans.
    Estimate, assess: P. τάσσειν, συντάσσειν.
    Rate highty, value: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.).
    Reckon, consider: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι; see Consider.
    Be rated among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), P. συντελεῖν εἰς (acc.).
    Blame: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), ψέγειν; see Blame.
    Abuse: P. and V. κακῶς λέγειν; see Abuse.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rate

  • 6 Anyhow

    adv.
    By some means: P. and V. πως ( enclitic).
    Without order or arrangement: P. and V. εἰκῆ, P. χύδην, οὐδενὶ κόσμῳ.
    At least: P. and V. γε ( enclitic), γοῦν, γε μὴν, ἀλλ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Anyhow

См. также в других словарях:

  • μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • ου μην αλλά — (ΑΜ οὐ μὴν αλλά) αλλ όμως, μολονότι, προσέτι («οὐ μὴν ἀλλ ἐπέμεινεν ὁ Κῡρος... καὶ ὁ ἵππος ἐξανέστη», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. oὐ μὴν ἀλλὰ καί προσέτι, προς τούτοις, εκτός από αυτά και... («οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ ἐγκλήματος τούτου δῆλόν ἐστιν»,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • προδιόρθωση — η / προδιόρθωσις, ώσεως, ΝΑ [προδιορθοῡμαι] (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο, όταν πρόκειται να λεχθεί κάτι δυσάρεστο ή απροσδόκητο, προτάσσεται φράση κατάλληλη να μετριάσει την εντύπωση τού ακροατή ή να προλάβει ενδεχόμενη αποδοκιμασία του, όπως …   Dictionary of Greek

  • Theetete (Platon) — Théétète (Platon) Pour les articles homonymes, voir Théétète. Dialogues de Platon …   Wikipédia en Français

  • Théétète (Platon) — Pour les articles homonymes, voir Théétète. Le Théétète est un dialogue de Platon dans lequel Socrate discute avec le jeune Théétète d Athènes, mathématicien contemporain de Platon et disciple de Théodore de Cyrène, de la définition de la science …   Wikipédia en Français

  • Théétète (dialogue de Platon) — Théétète (Platon) Pour les articles homonymes, voir Théétète. Dialogues de Platon …   Wikipédia en Français

  • GENERALES — Praefecti Regionum, Γηριναλίοι Constahtino Porphyrog. de Themat. l. 1. c. 1. ubi, provinciis Orientis ab Impp. subactis, eas scribit divisas ἐις Ε᾿παρχίας καὶ Η῾γεμονίας καὶ Δουκατα καὶ τοὺς καλουμένους Κονσιλιαρίους: additque Η῏σαν δέ καὶ τινες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λογότροπος — ὁ (Α) (σύντομος τύπος συλλογισμού) (κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο) «λογότροπος δέ ἐστι, τὸ ἐξ ἀμφοτέρων σύνθετον οἷον, εἰ ζῇ Πλάτων, ἀναπνεῑ Πλάτων ἀλλὰ μὴν τὸ πρῶτον τὸ ἄρα δεύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τρόπος με αναβιβασμό τού τόνου εν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»